- σκύβαλα
- σκύβαλονdungneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отреби — ОТРЕБ|И (1*), ИИ с. мн. Мусор, сор: отреби же г҃лть. толстую солому. еже в полову не истираѥтсѧ (σκύβαλα) ГБ к. XIV, 200а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отребины — ОТРЕБИН|Ы (1*), Ъ с. мн. Мусор, сор. Образн.: всѣ(х) бо по ап(с)лу ѿщетихсѧ. и отребины мнѣ быти. (σκύβαλα) ГБ к. XIV, 200а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плева — ПЛЕВ|А (15), Ы с. 1.Тонкая оболочка, перепонка: мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть… и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою плѣвою обложено. Пал 1406, 46б. 2. Чаще мн. Солома, мякина; шелуха: искра мѹдивъши. въ плѣвахъ въземлѥть пламы. (ἐν ἀχύροις) СбТр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CALVI Mimici — apud Nonium: Calvitur dictum est frustratur. Tractum a calvis mimicis, quod sint omnibus frustratui. Caput nempe et faciem videntur rasisse mimi, vel mimici scurrae, ut ridiculosiores essent. Hinc Tertullian. de Spectac. Placebit et ille, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
ακοσκίνιστος — η, ο (Μ ἀκοσκίνιστος, ον) [κοσκινίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε, που δεν καθαρίστηκε από τα σκύβαλα με κόσκινο νεοελλ. (μετφ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο … Dictionary of Greek
αποκοσκινίδι — το (κυρίως πληθ., ίδια) ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα, τα σκύβαλα … Dictionary of Greek
αποσκυβαλίζω — ἀποσκυβαλίζω (Α) ξεχωρίζω τα σκύβαλα από το στάρι, θεωρώ κάτι άχρηστο και το πετώ … Dictionary of Greek
ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… … Dictionary of Greek
καθαρεύω — (AM καθαρεύω) [καθαρός] είμαι καθαρός (ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος αρχ. 1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.) 2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν… … Dictionary of Greek